επαναφορά

επαναφορά
η (AM ἐπαναφορά) [επαναφέρω]
νεοελλ.
1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά τού φόρου»)
2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη θερμοκρασία τής μεταμορφώσεως, και η παραμονή για απόψυξη, οπότε εξαφανίζεται η βαφή
αρχ.
1. αναφορά, απόδοση κάποιου πράγματος σε κάτι
2. εισήγηση ενός θέματος στο δικαστήριο ή στο πλήθος
3. αναθυμίαση
4. αστρολ. τόπος που βρίσκεται μετά το κέντρο
5. (ρητ.) σχήμα λόγου στο οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων ή περιόδων, αλλιώς αναφορά, επάνοδος, επανάληψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαναφορά — ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc/acc dual ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορᾷ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαναφορά — η 1. η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση, η αποκατάσταση: Η επαναφορά των υπαλλήλων που απολύθηκαν. 2. σχήμα λόγου στο οποίο επαναφέρουμε, δηλ. επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων, η επανάληψη, η αναφορά:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαναφοράν — ἐπαναφορά̱ν , ἐπαναφορά referring fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφοράς — ἐπαναφορά̱ς , ἐπαναφορά referring fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφοραῖς — ἐπαναφορά referring fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφοραί — ἐπαναφορά referring fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορᾶς — ἐπαναφορά referring fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορῇ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορῶν — ἐπαναφορά referring fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”